- Νεφέλας
- Νεφέλᾱς , Νεφέληcloudfem acc plΝεφέλᾱς , Νεφέληcloudfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφέλας — νεφέλᾱς , νεφέλη cloud fem acc pl νεφέλᾱς , νεφέλη cloud fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SUBDIALE — in Gloss. ὑπαίθριον, seu ὕπαιθρον, pars domus, quae sub divo est, hinc Subdival Tertulliano adv. Iudoeos, Eyechielis IX. et claritas Dei Israel ascendit a Cherubim, quoe fuit super ea in subdival domus. Nempe Subdivus Latinis, idem quod ὕπαιθρος… … Hofmann J. Lexicon universale
απαιθριάζω — ἀπαιθριάζω (Α) 1. εκθέτω στον αέρα, αερίζω 2. φρ. (για τον Δία) «ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας» απομακρύνει, διώχνει τα σύννεφα 3. (αμτβ. απρόσ.) γίνεται αιθρία, ξαστεριάζει … Dictionary of Greek
ισχύω — (ΑΜ ἰσχύω) [ισχύς] 1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα») 2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον») 3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια») (νεοελλ. μσν.) έχω τη… … Dictionary of Greek
κυρώ — (I) κυρῶ, έω και κύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προσκρούω 3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.) β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.) γ. «ἐπ ἀκταῑς νιν… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
πληροσέληνος — ον, ΜΑ 1. (για τη σελήνη) γεμάτος, πανσέληνος 2. (για την ημέρα) ολοφώτιστος, πλησιφαής μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πληροσέληνον η πανσέληνος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πληροσέληνος μτφ. εκκλ. λαμπρότητα, δόξα («ἐκκλησία... νικήσασα τὸν ὄφιν καὶ τῆς… … Dictionary of Greek
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… … Dictionary of Greek